- καυστῶν
- καύστηςone that burnsmasc gen plκαυστόςburntfem gen plκαυστόςburntmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκαύστων — ἄκαυστος unburnt masc/fem/neut gen pl ἀ̱καύστων , ἀκαυστόω make fireproof imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱καύστων , ἀκαυστόω make fireproof imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀκαυστόω make fireproof imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογιστός — ή, ό / φλογιστός, ή, όν, ΝΑ [φλογίζω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φλογιστό χημ. υποθετικό ρευστό, συστατικό κάθε καύσιμης ουσίας, το οποίο, σύμφωνα με την ξεπερασμένη φλογιστική θεωρία τού 17ου αιώνα, ενυπάρχει ως ένωση σε όλα τα σώματα που… … Dictionary of Greek